Σάββατο 28 Απριλίου 2012

ΡΕΘΑΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ: Ο ΦΩΤΙΣΜΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ

(Αναφορά σε μια μεγάλη πνευματική μορφή της ιστορίας)


ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ
 Θεολόγου- Καθηγητού


Ο Χριστιανισμός και ιδιαίτερα η Ελληνορθοδοξία γεννήθηκε και αναπτύχθηκε μέσα στα πλαίσια του ελληνικού πολιτισμού. Από τα πρώτα κιόλας αποστολικά χρόνια και μέχρι τους πρώτους βυζαντινούς αιώνες ο Χριστιανισμός ήρθε σε ....
επαφή με τον ελληνικό πολιτισμό και προσέλαβε όλα εκείνα τα πολύτιμα στοιχεία που του ήταν απαραίτητα στην αποστολή του, όπως η υπέροχη ελληνική γλώσσα, η φιλοσοφία, ο τρόπος σκέψης και δράσης, οι πολιτικοί θεσμοί, κλπ. Αυτό σημαίνει πως η Ελληνορθοδοξία διέσωσε και εν πολλοίς συνέχισε τον κλασσικό αρχαιοελληνικό πολιτισμό, ο οποίος βρισκόταν σε μαρασμό και παρακμή τους χρόνους εκείνους. Οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας είναι σχεδόν όλοι στο σύνολό τους ελληνικής καταγωγής και φορείς της ελληνικής παιδείας και του πολιτισμού. Η πολύπλευρη μό�φωσή τους είναι δεδομένη, το μαρτυρούν τα απέραντα συγγράμματά τους και η πνευματική τους κληρονομιά που άφησαν στην ανθρωπότητα. Το μαρτυρεί το διαχρονικό τους κύρος και η αυθεντία τους ως τα σήμερα, όπου διδάσκουν και καθοδηγούν.
Από τότε και μέχρι σήμερα τα δυο μεγάλα πνευματικά μεγέθη Ελληνισμός και Χριστιανισμός παραμένουν άρρηκτα ενωμένα και πορεύονται στο χρόνο ως ενιαίος πια φορέας, προσφέροντας στην ανθρωπότητα πολύτιμες υπηρεσίες πολιτισμού και ανθρωπιάς. Η ιστορία είναι ο αψευδής μάρτυρας αυτής της πραγματικότητας. Το Βυζάντιο έχει να παρουσιάσει άπειρα τέτοια παραδείγματα.
Μια από τις φωτεινές μορφές της Εκκλησίας μας, η οποία συνένωσε άριστα τις αιώνιες και σωτήριες αρχές της χριστιανικής διδασκαλίας με τις θαυμαστές ιδέες της κλασσικής αρχαιότητας, υπήρξε ο Αρέθας επίσκοπος Καισαρείας της Καππαδοκίας. Συγκαταλέγεται δε, όπως θα δούμε, μεταξύ των μεγάλων μορφών της Εκκλησίας και της ιστορίας.
Γεννήθηκε γύρω στο 850 στην Πάτρα και γι' αυτό ονομάζονταν Πατρεύς. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στη γενέτειρά του. Οι ανώτερες σπουδές του έγιναν στην Κωνσταντινούπολη κοντά στο πατριάρχη Φώτιο. Ο φωτισμένος δάσκαλος και ιεράρχης μύησε το νεαρό και ανήσυχο Αρέθα στην αναζήτηση της αλήθειας μέσω της ευαγγελικής διδασκαλίας και της αρχαιοελληνικής σκέψης. Ο μέγας Φώτιος έπεισε τον Αρέθα, όπως και πλήθος άλλων φιλομαθών νέων, για την ανάγκη στροφής και προς τις κλασσικές σπουδές, παράλληλα με τη θεολογία και για τη δημιουργία ενός νέου ανθρωπιστικού ιδεώδο�ς, του ελληνοχριστιανικού. Το γεγονός αυτό υπήρξε η αφετηρία της λεγόμενης βυζαντινής αναγέννησης. Άλλωστε είναι γνωστό πόσο υψηλή στάθμη σπουδών προσφέρονταν την εποχή εκείνη στη Βασιλεύουσα, στην οποία λειτουργούσαν τουλάχιστον δύο φημισμένα πανεπιστήμια στα οποία διδάσκονταν όλες οι επιστήμες και βέβαια η διαχρονική ελληνική φιλοσοφία, ακώλυτα, ως απάντηση σε εκείνους τους ανιστόρητους που λένε ότι στο Βυζάντιο επικρατούσε «πνευματικό σκοτάδι». Η βυζαντινή αναγέννηση είναι ο προάγγελος, αλλά και η μήτρα όπου εκκολάφτηκε η μετέπειτα αναγένν�! �ση σ τη Δύση.
Η ανώμαλη πολιτική και κυρίως η εκκλησιαστική κατάσταση που επικρατούσε στην Κωνσταντινούπολη κατά τη διάρκεια των σπουδών του εκεί δεν τον άφησε αδιάφορο. Πήρε ενεργό μέρος υπέρ του δασκάλου του Φωτίου, γεγονός που συνετέλεσε ώστε να γίνει γνωστός στους ηγετικούς κύκλους της πρωτεύουσας και να εκτιμηθούν τα σπάνια χαρίσματά του και η λαμπρή του μόρφωση. Έτσι εισήλθε στις τάξεις του ιερού κλήρου και γύρω στο 900 εξελέγη αρχιεπίσκοπος Καισαρείας, ποιμαίνοντας επάξια την επαρχία του ως το θάνατό του το 935.
Η ποιμαντική του δράση υπήρξε σπουδαία και πολύπλευρη. Ανέπτυξε έντονη εκκλησιαστική, πνευματική, μορφωτική, κοινωνική και πολιτική δραστηριότητα στην
επισκοπή του. Η οξύνοιά του, η μεγάλη πολύπλευρη μόρφωσή του, η ευρύτητα της σκέψης του, η προσωπική του ακτινοβολία και το κύρος του τον κατέστησαν εξέχουσα μορφή πνευματικού άνδρα της εποχής του. Για το λόγο αυτό χρησιμοποιήθηκε τόσο από τον Οικουμενικό Πατριαρχικό Θρόνο όσο και από την πολιτική ηγεσία σε πάμπολλες διπλωματικές αποστολές για τη διευθέτηση σπουδαίων εκκλησιαστικών και πολιτικών ζητημάτων της αυτοκρατορίας.
Η επισκοπική του καριέρα, εκτός από την αξιοζήλευτη εκκλησιαστική του δράση, είναι συνδεμένη με την καλλιέργεια των κλασσικών σπουδών. Ο Αρέθας υπήρξε γνήσιος συνεχιστής του πνευματικού και μορφωτικού έργου του Φωτίου. Είναι ένας από τους σπουδαιότερους στυλοβάτες του βυζαντινού ανθρωπισμού και της αναγέννησης, η οποία εγκαινιάστηκε στην εποχή των Μακεδόνων και συνεχίστηκε ως την άλωση. Η κατάπαυση της εικονομαχικής έριδας, όπως είναι γνωστό απομόνωσε όλα εκείνα τα στοιχεία που εναντιώνονταν στην σύζευξη Ελληνισμού και Χριστιανισμού και την ανάπτυ�η του ανθρωπισμού. Ας μη λησμονούμε ότι το εικονομαχικό ανεικονικό κίνημα, ιουδαϊκής – ισλαμικής- ανατολικής επίδρασης, υπήρξε έντονα εχθρικό προς τον Ελληνισμό, τη θύραθεν παιδεία, την ελεύθερη σκέψη και τον ανθρωπισμό. Η αποκρυστάλλωση του ορθοδόξου δόγματος έδωσε πια νέα πνοή και ορμή στην παιδεία και την πρόοδο. Ο δε Αρέθας υπήρξε ένας από τους κύριους εκφραστές αυτού του νέου κλίματος.
Ο φωτισμένος επίσκοπος, χωρίς να παραθεωρεί και να παραμελεί τα ποιμαντικά του καθήκοντα, αφιερώθηκε με πάθος στη συλλογή, συντήρηση, αντιγραφή και διάδοση έργων των αρχαίων Ελλήνων και παλαιών εκκλησιαστικών συγγραφέων. Πολύ σύντομα δημιούργησε την περίφημη Βιβλιοθήκη του Αρέθα, αποτελούμενη από χιλιάδες έργα της κλασσικής αρχαιότητας και της πρωτοχριστιανικής περιόδου. Επίσης επιδόθηκε με πάθος στην ερμηνεία των έργων της κλασσικής και μετακλασσικής αρχαιότητας. Σπουδαία υπήρξαν τα προλεγόμενα, τα σχόλια, τα υπομνήματα και οι διορθώσεις του Αρέθ� στα έργα των αρχαίων φιλοσόφων. Ταυτόχρονα οργάνωσε πολυπληθές επιτελείο ταχυγράφων και καλλιγράφων αντιγραφέων με επικεφαλής τον Γρηγόριο Βαάνη, οι οποίοι αντέγραφαν παλαιούς σπάνιους και δυσεύρετους κώδικες, τους οποίους ανακάλυψε με πολύ κόπο ο φωτισμένος ιεράρχης. Η πλούσια συλλογή του περιλάμβανε έργα φιλοσοφικά, γραμματικά, λεξικογραφικά, μαθηματικά, γεωγραφικά, έργα των σοφιστών, ρητόρων, ποιητών, κλπ. Χάρη στην Βιβλιοθήκη του Αρέθα διασώθηκε το μεγαλύτερο μέρος των έργων του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Λουκιανού, του Παυσανία, του Κυρίλ! λου � �λεξανδρείας, κ.α.
Αξιοζήλευτο είναι επίσης και το προσωπικό συγγραφικό έργο του Αρέθα, το οποίο δυστυχώς στο μεγαλύτερο μέρος του παραμένει ανέκδοτο. Έγραψε σπουδαία ερμηνευτικά έργα στην Αγία Γραφή, με εξέχουσα την ερμηνεία στην Αποκάλυψη του Ιωάννου. Ερμήνευσε επίσης δύσκολα χωρία της Αγίας Γραφής. Αξιόλογα είναι ακόμα, όπως προαναφέραμε, τα σχόλια στους αρχαίους Έλληνες και εκκλησιαστικούς συγγραφείς, όπως και οι λόγοι και οι επιστολές του. «Από το συγγραφικό του έργο ο Αρέθας, σημειώνει ο καθηγητής Βλάσιος Φειδάς, αναδεικνύεται σε εξέχουσα πνευματική προσωπικότητα όχι μόνο για την ευρύτητα της μόρφωσής του αλλά και για το μεγάλο ενδιαφέρον του για την αξιοποίηση της προγενέστερης πνευματικής κληρονομιάς» (Εγκυκλ. Πάπυρος, τομ.4,σελ.386).
Ο Αρέθας ανήκει αναμφίβολα στις μεγάλες πνευματικές μορφές της ιστορίας, γνήσιο τέκνο του υψηλού πνευματικού κλίματος του κατασυκοφαντημένου Βυζαντίου. Αυτός όπως και άλλοι πολλοί μεγάλοι Πατέρες και εκκλησιαστικοί άνδρες, υπήρξαν οι γνήσιοι εκφραστές της Ελληνορθόδοξης παράδοσης, και θεμελιωτές του βυζαντινού ανθρωπισμού, που συνεχίζονται μέχρι σήμερα στη ζωή της Εκκλησίας και του λαού μας.
Η προσωπικότητα και το έργο αυτού του φωτισμένου επισκόπου αποτελεί ισχυρό ράπισμα σε όλους εκείνους οι οποίοι «βλέπουν» την Εκκλησία εχθρική προς τον ελληνικό πολιτισμό και παράδοση. Σε όσους πιστεύουν στις νεοεποχίτικες και νεοταξίτικες ιστορικές παραχαράξεις, με δόλιο σκοπό τη διάσπαση του ενιαίου διαχρονικού ελληνικού πολιτισμού, ώστε να επιβάλλουν τα κοσμοκατακτητικά τους σχέδια. Ο Αρέθας είναι ένας από τους πάμπολλους εκκλησιαστικούς άνδρες, οι οποίοι συνέβαλλαν τα μέγιστα για τη διάσωση του αρχαιοελληνικού πολιτισμού και την ενσωμάτωσή τουστην Ελληνορθοδοξία. Είναι ένας από τους πάμπολλους πνευματικούς φάρους που διαθέτει η Εκκλησία μας και ο Ελληνισμός, οι οποίοι οριοθετούν στην ανθρωπότητα την πορεία της προόδου, της ανθρωπιάς και του πολιτισμού. Και κάτι τελευταίο: αν δεν υπήρχαν οι μεγάλοι αυτοί πνευματικοί εκκλησιαστικοί άνδρες, σαν τον Αρέθα, το Μέγα Φώτιο, τον Μιχαήλ Ψελλό, τον Ευστάθιο Θεσσαλονίκης, τον Μιχαήλ Χωνιάτη, το Θεόδωρο Μετοχίτη κλπ, για να διασώσουν το πνευματικό μας προχριστιανικό παρελθόν οι «αρχαιολάγνοι» κατήγοροι της Εκκλησίας δε θα είχαν τίποτε στη διάθεσή τ! ους � �ια να επαίρονται για την «ελληνικότητά» τους, την οποία επιχειρούν να αποστερήσουν από τα εκατομμύρια των Ελλήνων, οι οποίοι δεν συμμερίζονται την αφύσικη παρελθοντολαγνεία τους!